- σαρλότα
- η, Ν1. είδος καλοκαιρινού καπέλου για νεαρές γυναίκες2. είδος στρογγυλής φόρμας για την παρασκευή γλυκισμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. charlotte, από την ονομ. τής πόλης τών ΗΠΑ Charlotte].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek